- καπνοσακούλα
- ἡυφασμάτινο ή δερμάτινο σακίδιο στο οποίο τοποθετείται χύμα καπνός για πρόχειρη χρήση από τους καπνιστές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καπνοσακούλα — η σακίδιο που γεμίζεται με καπνό χύμα και φέρεται από τους καπνιστές: Ποτέ δεν ξεχνάει την καπνοσακούλα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek
ταμπακιέρα — Λέγεται και τσιγαροθήκη ή σιγαροθήκη. Μικρή θήκη για τσιγάρα ή πούρα, που την έχει μαζί του ο καπνιστής ή τοποθετείται, σε μεγαλύτερο σχήμα βέβαια, στα τραπέζια σαλονιών για τη χρήση των επισκεπτών. Παλαιότερα οι επιτραπέζιες συνήθως τ. ήταν έργα … Dictionary of Greek
ταμπακοθήκη — και λόγιος τ. ταμβακοθήκη, η, Ν μικρή θήκη για την τοποθέτηση ταμπάκου, καπνοθήκη, καπνοσακούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταμπάκος / ταμβάκος + θήκη] … Dictionary of Greek